Οι μεγάλες προσδοκίες του EquiFund

Τ​​ο επιχειρηματικό αφήγημα που πίστεψα το 2012 έλεγε ότι η χώρα διαθέτει μορφωμένους ανθρώπους στον χώρο της τεχνολογίας σε μια εποχή που διεθνώς το κόστος εκκίνησης επιχειρήσεων πληροφορικής είναι σχετικά χαμηλό. Αρα το ζητούμενο ήταν να βρεθούν κάποια κεφάλαια –έστω και περιορισμένα– που θα επέτρεπαν σε νέους επιχειρηματίες να αξιοποιήσουν το στελεχιακό πλεονέκτημα της χώρας στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.

Η τελευταία πενταετία μάλλον επιβεβαιώνει αυτό το αφήγημα. Είδαμε να γεννιέται ένας κλάδος μικρών τεχνολογικών επιχειρήσεων που έδειξαν σημάδια προόδου, σε αντίθεση με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και ιδιώτες επένδυσαν περίπου 40 εκατ. ευρώ σε δεκάδες νέες επιχειρήσεις που δημιούργησαν εκατοντάδες θέσεις εργασίας. Ηδη έχουμε κάποιες μικρές εξαγορές από μεγαλύτερες εταιρείες στο εξωτερικό και κάποιοι από τους επενδυτές έχουν δει θετικές αποδόσεις.

Η κυβέρνηση μαζί με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων ανακοίνωσαν πρόσφατα το EquiFund, ένα νέο –εξαιρετικά φιλόδοξο– πρόγραμμα 400 και πλέον εκατ. ευρώ. Αυτά τα χρήματα θα είναι στη διάθεση μερικών ταμείων επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital funds) που, με τη σειρά τους, θα τα επενδύσουν σε νέες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Αυτή η κίνηση εμπνέει ασφαλώς αισιοδοξία και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση: περισσότεροι πόροι σε κάτι που φαίνεται να λειτουργεί.

Είναι μια καλή στιγμή να επικαιροποιήσουμε το αφήγημα του 2012 και να αναρωτηθούμε πώς θα εκμεταλλευθεί καλύτερα η χώρα την ευκαιρία που της δίνεται. Τι έχει αλλάξει στα χρόνια που πέρασαν;

Το πρώτο είναι ότι το ανθρώπινο δυναμικό στην τεχνολογία δεν είναι πλέον σε υπερπροσφορά. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στελέχη έχουν φύγει στο εξωτερικό, εν μέρει λόγω της κατάστασης της οικονομίας μας αλλά και επειδή εταιρείες στην υπόλοιπη Ευρώπη πλέον μετακομίζουν στελέχη από κάθε γωνιά του κόσμου. Οι επιτυχημένες τεχνολογικές startups των τελευταίων ετών έχουν αρχίσει να ψάχνουν Ελληνες στο εξωτερικό και μερικές προσφέρουν μέχρι και πακέτα επαναπατρισμού. Ωραίο μεν, δείχνει όμως ότι μέρος του αφηγήματος του 2012 δεν ισχύει όπως τότε.

Το δεύτερο είναι ότι η αναγκαία τεχνογνωσία άλλαξε. Το νέο κύμα τεχνολογικών επιχειρήσεων διεθνώς πατάει πάνω σε πιο απαιτητικές τεχνολογίες ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης. Αυτή η τάση ευνοεί οικοσυστήματα όπως η Βοστώνη ή το Πάλο Αλτο, που έχουν χτιστεί γύρω από κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα και έχουν ιστορικούς δεσμούς μεταξύ του πανεπιστημίου και της αγοράς. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα.

Το τρίτο είναι ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια δεν είναι πλέον το πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε. Προσωπικά, πιστεύω ότι το EquiFund είναι μάλλον αισιόδοξο ως προς τις δυνατότητες απορρόφησης που έχει ο κλάδος στην Ελλάδα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι τέτοιες επενδύσεις οφείλουν να επιστρέψουν τρεις φορές το αρχικό κεφάλαιο, έχοντας περίπου 15%-20% των εταιρειών που χρηματοδότησαν τη στιγμή της ρευστοποίησης. Αρα το στοίχημα είναι από επενδύσεις 400 εκατ. να προκύψουν εταιρείες μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια που στο μέλλον θα αξίζουν 6-8 δισ. ευρώ. Δηλαδή περίπου 100 εταιρείες στο μέτρο της επιτυχίας του Taxibeat. Αυτές θα χρειαστούν δεκάδες χιλιάδες στελέχη, θα πρέπει χρηματοδοτήσουν ακαδημαϊκή έρευνα και θα έχουν έσοδα αντίστοιχα των μεγαλύτερων βιομηχανιών της χώρας. Και τα μισά από αυτά να επιτευχθούν, αυτές οι επενδύσεις μπορούν να επανεκκινήσουν την οικονομία μας.

Θα χρειαστεί να επαναπατρισθούν στελέχη και επιστήμονες. Ατομα που ανήκουν στην οικονομική τάξη που έχει πληγεί περισσότερο από την υπερφορολόγηση των τελευταίων ετών και δεν έχουν σπουδαία κίνητρα να επιστρέψουν. Είναι μέλη της μεσοαστικής τάξης που ιδεολογικά λοιδωρήθηκε στα χρόνια της κρίσης, οι βαρετοί επαγγελματίες που θέλουν τάξη, ασφάλεια, έχουν παιδιά και θέλουν σχολεία χωρίς καταλήψεις και σταθερή ευρωπαϊκή προοπτική για τη χώρα.

Θα χρειαστούμε πανεπιστήμια που λειτουργούν και συνεργάζονται με τις επιχειρήσεις. Λιγότερη αφισοκόλληση και περισσότερες «ημέρες καριέρας». Είμαστε έτοιμοι να διαρρήξουμε αυτό το ιδεολογικό ταμπού;

Από το «έχουμε τους ανθρώπους, μας λείπουν τα χρήματα», νομίζω, σύντομα θα βρεθούμε να έχουμε το ανάποδο πρόβλημα. Το αναπτυξιακό αφήγημα χρήζει αναθεώρησης. Ελπίζω ότι η κυβέρνηση το αντιλαμβάνεται αυτό, γιατί πρέπει να λύσει προβλήματα που είναι αντικειμενικά πιο δύσκολα από την εύρεση κεφαλαίων.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Ο άλλος μεγάλος ασθενής

Η ​​χώρα χρεοκόπησε υπό το βάρος και την αυθαιρεσία του κράτους. Τη μεγαλύτερη ζημιά υπέστησαν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Γιατί λοιπόν έχει η κοινή γνώμη τόση καχυποψία για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις;

Γιατί και ο ιδιωτικός τομέας μας ήταν, ως επί το πλείστον, μια καρικατούρα δυτικής οικονομίας. Ολιγαρχικός και τριτοκοσμικός καπιταλισμός, επιχειρήσεις κρατικοδίαιτες, μαύρα χρήματα, νεποτισμός, ελεεινές εργασιακές σχέσεις, πλήρης έλλειψη ηθικής στη διαχείριση. Ελάχιστοι Ελληνες επιχειρηματίες τα τελευταία 20-30 χρόνια αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού για την κοινωνία.

Οσο για την εργασία και το προϊόν της, πάτος. Με πενιχρή εξαγωγική δραστηριότητα και χωρίς την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, οι επιχειρηματίες της χώρας δεν είχαν κίνητρο να επενδύσουν στην ανάπτυξη του προσωπικού τους. Δεν απαίτησαν ένα αξιόπιστο πανεπιστημιακό σύστημα, ούτε εισήγαγαν τεχνογνωσία και δυτικές αρχές διοίκησης.

Οταν οι πωλήσεις σου εξαρτώνται από την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος, η αξιοκρατία είναι μονόδρομος. Οταν τα έσοδα είναι από πολιτικές γνωριμίες και τα κέρδη από φοροδιαφυγή, γιατί να θέλεις καταρτισμένα στελέχη, γιατί να σκοτίζεσαι να τους δώσεις προοπτικές καριέρας, και τι σε νοιάζει αν έμαθαν τίποτα στο πανεπιστήμιο; Ασ’ το να καεί. Οταν όλο το χρήμα έρχεται από κρατικούς προϋπολογισμούς, όταν το μαγαζί επιβιώνει με αεριτζίδικα δανεικά, κανείς δεν ασχολείται με τη διοίκηση και τον επαγγελματισμό, ή με μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτά ήταν τα κίνητρα των ελληνικών επιχειρήσεων, με λίγες εξαιρέσεις.

Ηταν αμέτοχο το κράτος; Οχι βέβαια. Αντάξιος αρωγός της προχειρότητας και της ανομίας, συνήργησε σε κάθε είδους αθλιότητα. Από τον απατεώνα που δεν έκοβε απόδειξη ώς τον άξεστο που ρώταγε νέες κοπέλες αν σκοπεύουν να κάνουν παιδιά στη συνέντευξη. Σε μεγάλο βαθμό υπέθαλψε τις επιχειρήσεις της κακιάς ώρας, δίνοντας κίνητρο στην παραβατικότητα, εις βάρος των έντιμων και συνετών.

Και για να μη δαιμονοποιούμε μόνο τους επιχειρηματίες, μια ολόκληρη γενιά στελεχών και υπαλλήλων βολεύτηκε μια χαρά σε ένα σύστημα χαμηλών προσδοκιών. Αντάλλαξε κάθε προοπτική με ένα καθεστώς προστατευμένων εργασιακών σχέσεων, αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε πολιτική προάγει την ανταγωνιστικότητα, και τώρα είναι αντιμέτωπη με μια πολύ σκληρή πραγματικότητα.

Πολλοί από τους σημερινούς ανέργους έχουν δουλέψει σε αυτές τις επιχειρήσεις. Και δεν τρέφουν μεγάλες ελπίδες ότι αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα θα μας σώσει. Τα υγιή μαγαζιά ήταν πολύ λίγα. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν έχουν καν δει πώς είναι μια δυτική ιδιωτική οικονομία όταν λειτουργεί πιο σωστά. Στην απελπισία τους, δυσκολεύονται να συνταχθούν με μια ιδιωτική οικονομία που –δικαίως ή αδίκως– αισθάνονται ότι τους πρόδωσε.

Για να βρει κοινωνική υποστήριξη το αφήγημα μιας πιο φιλελεύθερης οικονομίας, θα χρειαστεί να έχουμε περισσότερα παραδείγματα επιχειρήσεων που δεν είναι μία από τα ίδια. Που θα ξανακερδίσουν εμπράκτως την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.

Γι’ αυτό τον λόγο, οι λίγες καλές επιχειρήσεις που έχουμε είναι πολύτιμες για τον τόπο, όσο μικρές κι αν είναι. Οι επιλογές των διοικήσεών τους δεν αφορούν μόνο τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αλλά και την αντίληψη που θα διαμορφώσει η κοινή γνώμη για τον ιδιωτικό τομέα στο μέλλον. Μερικές εκατοντάδες εργαζομένων και στελεχών θα έχουν την ευθύνη, αλλά και την ευκαιρία, να καθορίσουν με τι θα μοιάζει η ιδιωτική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας. Καλά θα κάνουν να μη μοιάζει καθόλου με αυτά που ξέραμε.

[Το κέιμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Ο καπιταλισμός στη χειρότερη μορφή του

​​Υποτίθεται ότι ο κύριος ρόλος του κράτους είναι να κάνει αυτά που δεν θέλουμε να εμπιστευτούμε στον ιδιωτικό τομέα. Να έχει το μονοπώλιο της βίας, να μας προστατεύει, να επιβάλλει δικαιοσύνη, να βάζει κάποιους κανόνες στην αγορά και να παρέχει κάποιες βασικές κοινές υποδομές.

Στην Ελλάδα, αντί να κάνει αυτά, το κράτος έχει γίνει επιχείρηση. Είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης. Αναλαμβάνει να κάνει ό,τι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς, από διαχείριση νοσοκομείων και τηλεοπτικών καναλιών μέχρι παραγωγή ενέργειας. Αυτές τις δουλειές τις κάνει κάκιστα – απόδειξη πως όποιος έχει τα χρήματα προτιμά τις ιδιωτικές εναλλακτικές.

Τις κάνει όμως και ανήθικα. Στήνει αυθαίρετα μονοπώλια, στελεχώνει αναξιοκρατικά, μολύνει απερίσκεπτα το περιβάλλον, ανταγωνίζεται αθέμιτα, δεν λογοδοτεί και φυσικά τα πολιτικά του στελέχη είναι υπεράνω του νόμου. Ετσι και πάει καμιά ιδιωτική επιχείρηση να κάνει την παραμικρή επένδυση, ξεσηκώνεται το πανελλήνιο με τη μέγιστη καχυποψία ότι θα μας ξεπουλήσει, θα μας καταστρέψει, θα μας εκμεταλλευτεί. Τρέμουμε μήπως οι ιδιώτες πειράξουν κανένα κορμοράνο, ενώ παρακάτω καίμε λιγνίτες και οι δήμοι μας έχουν ανοιχτές χωματερές. Επιβάλλουμε αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο στις τιμές για να μην κλέψουν οι ιδιώτες τον κοσμάκη, ενώ ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών βάζει κάποιο «έκτακτο» φόρο κάθε φορά που τα κάνει θάλασσα και ξεμένει από ρευστό. Ανησυχούμε μήπως διαφθείρουν τη νεολαία μας με δευτεροκλασάτη παιδεία, ενώ τα δημόσια πανεπιστήμια ή καίγονται, απεργούν ή τελούν υπό κατάληψη από «ρωμαλέα» κινήματα. Θέλουμε να προστατεύσουμε τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα από πρακτικές εκμετάλλευσης, αλλά αδιαφορούμε που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό με ακατάρτιστους και συστηματικά εκβιάζουν «αδιόριστους» και συμβασιούχους με αντάλλαγμα την ψήφο τους.

Το κράτος ανταγωνίζεται τον ιδιωτικό τομέα και νομοθετεί εναντίον του. Φορτώνει εργοδοτικές εισφορές τις επιχειρήσεις για να πληρώνει τις ασφαλιστικές καλύψεις των δικών του εργαζομένων. Και όταν δεν έχει να τους πληρώσει, βάζει παραπάνω φόρους στους ιδιώτες. Βάζει τις τράπεζες να το δανείζουν και όταν δεν έχει να πληρώσει, τις οδηγεί σε ανακεφαλαιοποίηση για να πληρώσουμε εμείς τον λογαριασμό.

Αθετεί τις υποχρεώσεις του και δεν πληρώνει τις οφειλές του, γνωρίζοντας ότι για τον ιδιώτη είναι από ασύμφορο έως αδύνατο να προσφύγει νομικά εναντίον του. Αντιμετωπίζει τον ιδιώτη ως κλέφτη και εφευρίσκει τεκμήρια, περαιώσεις και άλλα τεχνάσματα για να τιμωρήσει υποθετικές παραβάσεις.

Αυτά, ενώ υπονομεύει κάθε μηχανισμό διαφάνειας για να κρύβει τη σπατάλη, τη μεροληψία και την κακοδιαχείριση στην οποία επιδίδονται τα στελέχη του. Οι ίδιοι άνθρωποι που θα σε στείλουν στη Δικαιοσύνη αν κάνεις το παραμικρό λάθος δεν θα χάσουν καν τη δουλειά τους ακόμη και αν αποδεδειγμένα είναι επίορκοι.

Η μόνη δουλειά που δεν κάνει επαρκώς το κράτος είναι αυτή που χρειαζόμαστε – αυτή που και ο πιο νεοφιλελεύθερος μπαμπούλας θα παραδεχθεί ότι δεν πρέπει να γίνει από ιδιώτες. Να κάνει κανένα αντιπλημμυρικό έργο, να σβήσει τις φωτιές, να μας προστατέψει από τους μπαχαλάκηδες, να μη χάσει τα λεφτά των ασφαλιστικών μας εισφορών, να μας εκπροσωπεί με αξιοπρέπεια εκτός συνόρων.

Ο χειρότερος εφιάλτης της Αριστεράς, ο χοντρός και ματσωμένος, ανήθικος καπιταλιστής που αυθαιρετεί, μονοπωλεί, εκμεταλλεύεται και βρωμίζει το περιβάλλον, ενώ αμελεί τις υποχρεώσεις του, στην Ελλάδα δεν είναι κάποια πανίσχυρη πολυεθνική. Είναι το ίδιο το κράτος που κάθε τόσο επικαλούνται να τους προστατέψει από τον δήθεν ανάλγητο ιδιωτικό τομέα.

[ Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Η πολιτική υποβάθμιση της εργασίας

Π​​ριν από τριάντα χρόνια, αν ήσουν πιο έξυπνος και εργατικός στο σχολείο, μπορεί να γινόσουν γιατρός ή μηχανικός. Ισως έβγαζες κάτι παραπάνω, αλλά σε παρόμοια κλίμακα με τον εργάτη ή τον τεχνίτη. Θα μένατε στην ίδια γειτονιά, μπορεί να παντρευόσουν την κόρη του μανάβη και να στέλνατε τα παιδιά σας στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά του ζαχαροπλάστη.

Δεν ήταν όλα ρόδινα, όμως η εργασία όλων ήταν απαραίτητη, ο πλούτος ήταν ανάλογος με την εργατικότητα και η κοινωνία είχε μεγαλύτερη συνοχή. Ανήκες σε μία μέση τάξη με μικρές διαφορές. Το κράτος διευκόλυνε την κίνηση κεφαλαίων για επενδύσεις που δημιουργούσαν δουλειές και είχε πολιτικές αναδιανομής για να προστατέψει τους πιο άτυχους.

Τα πιο καπιταλιστικά κράτη έδιναν έμφαση στις επενδύσεις, τα πιο σοσιαλιστικά στην αναδιανομή. Και στις δύο περιπτώσεις, το πολιτικό διακύβευμα ήταν η διαθεσιμότητα εργασίας και η μοιρασιά του αποτελέσματος. Η σχέση εργασίας και ευημερίας όμως άλλαξε.

Κάποιες δουλειές σήμερα έχουν ασύλληπτη υπεραξία. Αν είσαι καλός στα μαθηματικά θα γίνεις αναλυτής στο City του Λονδίνου και θα βγάζεις δέκα φορές περισσότερα χρήματα από τον παλιό σου συμμαθητή που έγινε τεχνίτης ή εργάτης. Αυτός είδε την εργασία του να απαξιώνεται ή να υποκαθίσταται από τεχνολογία ή Κινέζους. Η απόστασή σας δεν είναι πια μόνο οικονομική – είναι και κοινωνική. Η γυναίκα σου μάλλον θα έχει παρόμοια μόρφωση και καριέρα, οι γείτονές σου θα κάνουν παρόμοια επαγγέλματα και τα παιδιά σας θα πάνε μαζί σχολείο. Θεωρητικά είστε κι οι δύο μέση τάξη, βιωματικά είστε από άλλο πλανήτη.

Στη Σοσιαλδημοκρατία του 20ού αιώνα, το κράτος μπορούσε και νοικοκύρευε λίγο την κατάσταση. Η παραγωγικότητα της οικονομίας στη βιομηχανική εποχή πήγαινε χέρι χέρι με τις θέσεις εργασίας και η αναδιανομή μπάλωνε τις χοντρές αδικίες. Ελάχιστοι έμεναν τελείως πίσω και η κοινωνική ζωή ήταν λιγότερο ταξική.

Αυτή η κοινωνική οργάνωση αλλοιώθηκε με τον διεθνοποιημένο καπιταλισμό και την υπεραξία των τεχνοκρατικών επαγγελμάτων. Αργήσαμε να το καταλάβουμε. Χρόνια σπρώχνουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Στην Ευρώπη το κράτος χρηματοδότησε ασφαλιστικά που δεν βγαίνανε, δανείστηκε, έφτιαξε άχρηστες θέσεις εργασίας. Στην Αμερική τούς άφησε στην τύχη τους, στην επαρχία, φτωχότερους, θρησκόληπτους και θυμωμένους. Δεν έχει σημασία ποιο προτιμάς. Κανένα δεν δουλεύει.

Ο συμμαθητής σου το έχει ήδη νιώσει. Χτύπησε πρώτα τη δική του δουλειά. Πώς να στο εξηγήσει; Δεν γράφει για τους New York Times, ούτε μένει πια κοντά σου ούτε θα κάνετε πολιτικοοικονομική συζήτηση στα τρία λεπτά που φτιάχνει τον καφέ σου στα Starbucks. Θα χρειαστεί να ψηφίσει Trump ή Brexit για να καταλάβεις ότι κάτι τρέχει.

Να σου πω και τα κακά νέα. Η επόμενη δουλειά που θα απαξιωθεί είναι η δική σου – ίσως σκληρότερα. Η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει τους χρηματιστές και τους δικηγόρους πολύ πριν φτάσει να πάρει τη δουλειά της νταντάς σου. Και τότε τι;

Το πολιτικό οικοδόμημα της Δύσης βασίστηκε στη ρύθμιση κεφαλαίου και εργασίας. Στη μετα-βιομηχανική εποχή έχουν μικρότερη σημασία. Τα data θα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από το κεφάλαιο, και η αξία της εργασίας υποβαθμίζεται. Οταν βγούμε από την κρίση, η Δύση δεν θα μιλάει πια για σοσιαλισμό και καπιταλισμό. Θα χρειαστεί να εφευρεθούν νέα εργαλεία πολιτικής σκέψης και ελπίζω οι πολιτικοί μας να παρακολουθούν αυτόν τον διάλογο που γίνεται ήδη στο εξωτερικό.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Η τυραννία των χαμηλών προσδοκιών

Πας σε ένα εστιατόριο γεμάτο ποντίκια και ακαθαρσίες. Οι σερβιτόροι είναι αγενείς, η κουζίνα δεν έχει εξοπλισμό και το μέρος φαίνεται εντελώς ανοργάνωτο. Σε καθησυχάζει, όμως, ο φίλος σου. Ο σεφ έχει πολύ υψηλό επίπεδο. Δεν αξιολογείται από κανέναν και δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει μεγαλύτερη καθαριότητα στον χώρο. Είναι, όμως, σπουδαίο το φαγητό του – έτσι λένε όλοι, άρα πρέπει να ισχύει.

Οι πελάτες που έχουν μια παραπάνω οικονομική άνεση πάνε και τρώνε αλλού, και ο μάνατζερ του εστιατορίου στέλνει τα παιδιά του απέναντι που έχει ένα πεντακάθαρο μαγαζί, αλλά μη μένεις στις εντυπώσεις. Το εστιατόριο είναι πολύ καλό.

Λες, καλά να το πιστέψω, αλλά τι βλάπτει να κάνουν και μια εντομοκτονία; Θα πέσει το επίπεδο του σεφ; Μαθαίνεις ότι η διοίκηση και το συνδικάτο δεν συμφωνούν στο θέμα της καθαριότητας, τη βρίσκουν καταπιεστική, αλλά σε διαβεβαιώνουν ότι το εστιατόριο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καλύτερα του κόσμου. Τα φαγητό σκίζει.

Ποιος αφελής θα ανεχτεί να ακούσει αυτές τις ανοησίες;

Επισκέφθηκα πρόσφατα ένα ελληνικό πανεπιστήμιο. Δεν έχω δει πιο άθλιο δημόσιο χώρο πουθενά στον κόσμο – ακόμη και αν το συγκρίνω με τις χειρότερες τριτοκοσμικές χώρες. Βρωμιά, συνθήματα μίσους, ελεεινές υποδομές. Ο καθηγητής που με είχε καλέσει για τη διάλεξη, μου εκμυστηρεύτηκε ότι κάποιες επιμορφωτικές εκδηλώσεις γίνονται σε ιδιωτικούς χώρους εκτός του ιδρύματος γιατί φοβούνται τις αντιδράσεις από κάποιες φοιτητικές ομάδες που λίγο-πολύ κάνουν κουμάντο με τη βία. Αποταμιεύει για να στείλει τα παιδιά του να σπουδάσουν στο εξωτερικό, όπως κάνουν και οι περισσότεροι που κυβέρνησαν τη χώρα επί δεκαετίες.

Μπορεί να έπεσα σε μια κακή μέρα. Με όποιον έχει τύχει να το συζητήσω, όμως, συμφωνούμε ότι γενικώς μαστίζονται από εξαθλιωμένες υποδομές, ανομία, καταλήψεις, διοικητική αδυναμία και πολιτικό αυταρχισμό.

Ιδού, λοιπόν, το παράλογο: Η πλειονότητα αυτών που συμφωνούν με όλα αυτά επιμένει: «Ομως το επίπεδο σπουδών είναι πολύ υψηλό». Μα πώς γίνεται; Μαγικό μου ακούγεται και μαγικά δεν υπάρχουν.

Τον ίδιο παράλογο συλλογισμό ακούω συχνά και για την Υγεία. Ναι, τα δημόσια νοσοκομεία είναι ανοργάνωτα, ταλαίπωρα, με κακή διοίκηση και γιατρούς που χρηματίζονται. Το προϊόν, πάντως, είναι πολύ καλό, καλύτερο από τα ιδιωτικά. Είναι, λέει, πολύ καλοί οι γιατροί. Δεν μπορώ να κρίνω το ιατρικό τους έργο. Κάποιοι θα είναι, όπως είναι και κάποιοι πανεπιστημιακοί καθηγητές, που πετυχαίνουν πολλά παρά τις συνθήκες στις οποίες εργάζονται.

Δυσκολεύομαι, όμως, να πιστέψω ότι στην Ελλάδα μόνο ανακαλύψαμε ότι τα άλλα δεν έχουν σημασία, ότι η φυσική μας ποιότητα υπερνικά το χάος, την ανομία, τη βρωμιά και τη διαφθορά. Και ότι οι κουτόφραγκοι που δεν έχουν το ταλέντο μας αναγκάζονται να περιτυλίγουν τις μέτριες υπηρεσίες τους σε ωραίους, καθαρούς χώρους, με οργάνωση και εξυπηρέτηση.

Ακόμη και να ίσχυε βέβαια, γιατί να μην απαιτούμε και τα υπόλοιπα; Δεν είναι και αυτά μέρος του προϊόντος; Αν τα παιδιά μου πάνε στο πανεπιστήμιο, δεν θέλω να μάθουν μόνο το εκπαιδευτικό υλικό. Θέλω να μάθουν να λειτουργούν σαν πολιτισμένοι άνθρωποι σε ένα πλαίσιο που το διακρίνουν η τάξη, ο σεβασμός στο περιβάλλον, ο διάλογος.

Δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω πώς και γιατί έχουν γίνει έτσι τα πράγματα. Ως πολίτης, όμως, έχω το δικαίωμα να περιμένω κάτι καλύτερο. Δεν είναι θέμα χρημάτων. Η αξιοπρέπεια και ο πολιτισμός δεν κοστίζουν. Με προσβάλλει η υποβάθμιση της σημασίας της αθλιότητας και της ασυδοσίας – δήθεν δευτερέυοντα και επουσιώδη θέματα. Ειδικά για προϊόντα όπως η Παιδεία και η Υγεία, που παρέχονται δωρεάν στο όνομα της ισότητας των ευκαιριών.

Το πρώτο βήμα για να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να παραδεχθείς ότι έχεις πρόβλημα. Η επιμονή μας να προστατεύουμε προβληματικές καταστάσεις με δικαιολογίες και ανυπόστατες ευλογίες μάς κάνει ζημιά. Γιατί το κάνουμε; Είναι μήπως κάποιος άκοπος πατριωτισμός, να παινέσουμε το σπίτι μας χωρίς να κάνουμε τον κόπο να το φτιάξουμε; Μας θίγει να παραδεχτούμε τα λάθη μας; Ισως δεν πιστεύουμε πια ότι τα πράγματα μπορούν να είναι καλύτερα και κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας χαμηλώνοντας τις προσδοκίες μας.

Ισως το μυστικό της ευτυχίας είναι οι χαμηλές προσδοκίες. Είναι, όμως, και το μυστικό της αποτυχίας.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Θα συνεχίσουμε να «ανήκουμε στη Δύση»;

Οι δυσκολίες που περνάει η χώρα τα τελευταία χρόνια έχουν διατυπωθεί και συζητηθεί με όρους κυρίως οικονομικούς. Η σημαντικότερη όμως αδυναμία που ανέδειξε η κρίση δεν είναι οικονομική. Περισσότερο από το δημοσιονομικό χρέος, ανησυχώ για την αδυναμία μας να προσαρμοστούμε σε τεχνολογικές εξελίξεις που έρχονται γρήγορα και θα επιβάλλουν αλλαγές πολιτικής πολύ πιο δραστικές από αυτές που δεν μπορέσαμε καν να συζητήσουμε στα χρόνια της κρίσης.

Η τεχνητή νοημοσύνη και οι εφαρμογές της ρομποτικής φαίνεται ότι θα αντικαταστήσουν μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εργασίας μέσα στην επόμενη δεκαετία – είναι μάλλον αναπόφευκτο. Εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους. Το αισιόδοξο σενάριο είναι ότι η αγορά θα δημιουργήσει νέες ανάγκες, για νέες δουλειές. Ακόμα κι έτσι, αυτό μάλλον θα γίνει σε χώρες με ευέλικτες οικονομίες, ανοιχτές στις επενδύσεις και με κυβερνήσεις που θα αλλάξουν γρήγορα τις πολιτικές και τα κανονιστικά πλαίσια ώστε να δημιουργηθούν εντελώς νέοι κλάδοι. Εμείς, και χωρίς ρομπότ, έχουμε εκατομμύρια ανέργους και ακόμα δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κάποιες μεταρρυθμίσεις για να έρθουν επενδύσεις και να φτιαχτούν νέες θέσεις εργασίας. Με χρέος ή χωρίς, αυτό το πρόβλημα θα χρειαστεί να το λύσουμε και για τη δυστοκία μας δεν φταίει κανένα μνημόνιο.

Σε κάποιες χώρες συζητούν για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Η ιδέα είναι ότι αν η τεχνολογία εξαλείψει την ανάγκη για εργασία, η υπερπαραγωγικότητα που θα δημιουργήσει θα αποφέρει φόρους στο κράτος που με τη σειρά του θα δίνει ένα εισόδημα σε όλους είτε δουλεύουν είτε όχι.

Ενα άλλο σενάριο είναι ότι δεν θα χρειαστεί εγγυημένο εισόδημα. Το κόστος παραγωγής των περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών θα πέσει κατακόρυφα, θα ζήσουμε σε μία κοινωνία με εξαιρετική αφθονία όπου τα πάντα θα μας τα παρέχει δωρεάν –ή σχεδόν δωρεάν– μία νέα αυτοματοποιημένη βιομηχανία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό προϋποθέτει να υπάρχουν ισχυρές βιομηχανίες που θα εκμεταλλευτούν την τεχνολογία για να γίνουν υπερπαραγωγικές και ένα κράτος που θα βρει εντελώς καινούργιους μηχανισμούς δίκαιης φορολογίας και αναδιανομής αγαθών ή εισοδήματος. Και θα έχει και αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτήσει τη μεταβατική περίοδο. Καλή μας τύχη.

Το όχι και τόσο αισιόδοξο σενάριο είναι ότι κάποιες κοινωνίες, ή κάποιες κοινωνικές τάξεις, θα επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές –γιατί θα έχουν την πρόνοια, την τεχνολογία και την προσαρμοστικότητα να βγουν κερδισμένες– και οι υπόλοιποι θα γίνουν ο νέος τρίτος κόσμος. Εκατομμύρια άνθρωποι που απολάμβαναν ένα βασικό κοινωνικό κράτος επειδή ο καπιταλισμός είχε ανάγκη την εργασία τους, θα αφεθούν στην εξαθλίωση.

Αν αυτή η συζήτηση σας φαίνεται υπερβολική, ή υπερβολικά πρόωρη, ας κοιτάξουμε κάποια άλλα ερωτήματα που θα κληθούμε να αποφασίσουμε πιο άμεσα. Αυτόνομα οχήματα. Είναι σχεδόν πραγματικότητα. Στη χώρα όπου δεν μπορούμε να αλλάξουμε το ωράριο των καταστημάτων, ή τους κανόνες για τα ταξί και τις μεταφορές, θα κληθούμε να φτιάξουμε πολιτική για αυτόνομα αυτοκίνητα και διανομές με drones. Εχουμε πολιτικά στελέχη ικανά να κατανοήσουν τα ερωτήματα που προκύπτουν, να βρουν δίκαιες και αποτελεσματικές λύσεις και να πείσουν την κοινωνία –πολλές φορές σε βάρος συνδικάτων και συμφερόντων– για τις αλλαγές που χρειάζεται ένα σύγχρονο κράτος; Ισως αφήσουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση να βγάλει το φίδι από την τρύπα, να εκδώσει νομοθετικές οδηγίες, και να περάσουμε την επόμενη δεκαετία πληρώνοντας πρόστιμα γιατί δεν τις εφαρμόζουμε – όπως κάνουμε με τα σκουπίδια και την ανακύκλωση.

Εντός της δεκαετίας η βιοτεχνολογία θα μας επιτρέψει να επιμηκύνουμε την ανθρώπινη ζωή για 20-100 χρόνια. Αυτές τις αγωγές θα τις καλύπτει η βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που παρέχει το κράτος; Αν ναι, ποιο το κόστος και ποιος θα το πληρώσει; Θα πληρώνει ο ημιαπασχολούμενος των 400 ευρώ να ζήσει για διακόσια χρόνια ο συνταξιούχος του μέλλοντος; Και στα πόσα χρόνια θα είναι το όριο συνταξιοδότησης όταν τα παιδιά μας πρόκειται να ζήσουν για αιώνες; Αυτά τα ερωτήματα θα κληθεί να τα απαντήσει με τεκμήρια, αριθμούς και βαθιά γνώση της πιο προχωρημένης τεχνολογίας το ίδιο πολιτικό προσωπικό που χρειάστηκε χρόνια να αποφασίσει αν θα χορηγούνται γενόσημα και αν το βρεφικό γάλα μπορεί να πουλιέται στο σούπερ μάρκετ.

Το πρόβλημά μας δεν είναι οικονομικό. Ενα πρόσκαιρο οικονομικό πρόβλημα απλά ανέδειξε την αδυναμία μας ως κοινωνία –πολίτες και πολιτικοί – να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα και να βρούμε λύσεις. Συζητάμε αν φταίνε οι Γερμανοί, η μεταπολίτευση, ο απέναντι. Αύριο τι θα φταίει; Τα ρομπότ; Η βιοτεχνολογία; Τα δεδομένα αλλάζουν, ενδογενώς ή εξωγενώς δεν έχει σημασία.

Η Ελλάδα, από πρόνοια ή και από συγκυρία, βρέθηκε στην πλευρά των κερδισμένων της πρόσφατης ιστορίας. Εντάχθηκε στη Δύση και –ακόμα και στο βάθος της οικονομικής κρίσης– συνεχίζει να είναι μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Οταν η τεχνολογία τραβήξει νέες διαχωριστικές γραμμές, θα συνεχίσουμε να «ανήκουμε στη Δύση»;

Για να βρούμε λύσεις θα χρειαστεί ανεπτυγμένη αίσθηση αλληλεγγύης. Είναι προβλήματα που θα επαναπροσδιορίσουν το κοινωνικό συμβόλαιο, τη σχέση παραγωγής και οικονομίας. Στην Ελλάδα ο πολιτικός διάλογος –μάλλον περισσότερο από άλλες δυτικές χώρες– ενώ χρησιμοποιεί τη λέξη «αλληλεγγύη» πολύ συχνά, στην πραγματικότητα είναι μία πάλη μεταξύ ομάδων συμφερόντων, μία ατελείωτη και ιδιοτελής αναδιανεμητική διαπραγμάτευση.

Τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν αποφασίσουμε σαν κοινωνία ότι πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς, για να μη γίνουμε θύματα της ιστορίας – μία μίζερη χώρα που τσακώνεται επί δεκαετίες για ένα επίδομα, αγνοώντας τεχνολογικές αλλαγές που φέρνουν την ανθρωπότητα απέναντι σε υπαρξιακά διακυβεύματα.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Η νέα βιομηχανική ανάπτυξη

Επί δεκαετίες επικράτησε ο μύθος ότι οι Ελληνες είμαστε καλοί έμποροι αλλά ανίκανοι να παράγουμε το οτιδήποτε. Το αφήγημα είναι ελκυστικά λογικοφανές. Μια μικρή χώρα δεν μπορεί να έχει μεγάλη βιομηχανική παραγωγή γιατί δεν έχει τους φυσικούς πόρους και τις υποδομές. Εξωστρεφείς, μορφωμένοι και πονηροί, οι Ελληνες θα γίνουμε έμποροι και στελέχη υπηρεσιών, αυτό μας ταιριάζει.

Με την οικονομική ύφεση να ξεγυμνώνει τις παθογένειες της ελληνική οικονομίας, νομίζω αρχίζει να προκύπτει μια πολύ διαφορετική εικόνα.

Το εμπορικό σκέλος της οικονομίας στηριζόταν στην εισαγωγή και μεταπώληση προϊόντων, σε συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και με καταναλωτές που ξόδευαν δανεικό πλούτο. Οι βασικές δεξιότητες του εμπορίου –logistics, οικονομίες κλίμακας, εξυπηρέτηση πελατών– έμειναν ατροφικές σε έναν κλάδο που δεν χρειάστηκε να τις εξασκήσει σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού.

Η απουσία αυτών των δεξιοτήτων φαίνεται έντονα στους κλάδους που θα μπορούσαν να είναι εξαγωγικοί. Σε προϊόντα που έχουμε άνισο γεωγραφικό πλεονέκτημα, όπως το λάδι και το γιαούρτι, αλλά δυσκολευτήκαμε να δημιουργήσουμε αναγνωρίσιμα brands και να στήσουμε διεθνείς εμπορικές υποδομές. Αφήσαμε έτσι το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε ξένους διανομείς ή ανταγωνιστές. Αντίστοιχα, στις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπάθησαν και μάλλον απέτυχαν να ανταγωνιστούν τους Δυτικοευρωπαίους, παρά τα όποια αρχικά πλεονεκτήματα.

Παρόμοια εικόνα και στις υπηρεσίες. «Τα γκαρσόνια της Ευρώπης» ήταν η απαξιωτική φράση που δικαιολόγησε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο την επιθυμία μας να γίνουμε δικηγόροι, διαφημιστές και τραπεζικά στελέχη, πουλώντας μέτριες υπηρεσίες σε μια μικρή και οικονομικά ασήμαντη αγορά, μακριά από τον ανταγωνισμό των ξένων ομολόγων μας. Τα γκαρσόνια τουλάχιστον χρειάζονται να έχουν καλύτερο τουριστικό προϊόν σε διεθνές επίπεδο, γι’ αυτό και έχτισαν έναν κλάδο που επιβιώνει και σηκώνει το βάρος του στο ΑΕΠ της χώρας.

Οχι, δεν είμαστε καλοί έμποροι, αλλά τοπικοί μεταπωλητές μετρίου αναστήματος, με χαμηλή τεχνολογία, κακή εξυπηρέτηση πελατών και περιθώρια κέρδους που στηρίζονταν σε μικροπαραβατικότητα, προστατευτισμό και αποφυγή μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Οσο βγαίνουν χρήματα, είναι εύκολο να μπερδέψεις τον έξυπνο με τον οπορτουνιστή, την ανταγωνιστικότητα με την κουτοπονηριά.

Αντίθετα, στην παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων, η εικόνα είναι πιο αισιόδοξη. Εχουμε αρκετές επιτυχημένες, υγιείς επιχειρήσεις που φτιάχνουν από καλλυντικά και τρόφιμα μέχρι βιομηχανική τεχνολογία και λογισμικό. Κάτι γίνεται. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι η έμφαση στην παραγωγή για μεσαίου μεγέθους αγορές προϊόντων υψηλής διαφοροποίησης.

Η μαζική βιομηχανία έχει αποδημήσει στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ομως οι πλούσιες αγορές της Δύσης δημιουργούν ζήτηση για προϊόντα χαμηλής μαζικότητας, τοπικής ιδιαιτερότητας ή υψηλής τεχνολογίας. Τέτοια προϊόντα, είτε πρόκειται για ποιοτικά εδέσματα, υπηρεσίες ιατρικού τουρισμού, προϊόντα αγροτεχνολογίας, ενεργειακή τεχνολογία ή εξειδικευμένο λογισμικό, μπορούμε να φτιάξουμε και ήδη φτιάχνουμε στην Ελλάδα.

Σε απόλυτα μεγέθη, αυτοί οι κλάδοι είναι μικροί, έχουν όμως δυναμισμό. Θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να στηρίξουν την οικονομία με συνάλλαγμα και θέσεις εργασίας καλής ποιότητας.

Αυτό που απαιτούν είναι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις με μορφωμένο επιστημονικό προσωπικό, που υπάρχει στην Ελλάδα ή τώρα δουλεύει στο εξωτερικό και θα επιστρέψει ακόμη πιο καταρτισμένο να τις στελεχώσει.

Η σύγχρονη εμπορική τεχνολογία φέρνει αγορές-στόχους πιο κοντά. Ετσι, μια εταιρεία που μπορούσε να εξυπηρετήσει δέκα εκατομμύρια Ελληνες μπορεί τώρα να φτιάξει ένα προϊόν για τον ίδιο αριθμό πελατών διεθνώς. Αγορές που είναι πολύ μικρές για να ασχοληθούν μαζί τους οι αμερικανικοί και οι κινεζικοί κολοσσοί μπορούν να αποτελέσουν προνομιακό πεδίο δράσης για ελληνικές εταιρείες.

Οι ανάγκες χρηματοδότησης τέτοιου τύπου εταιρειών είναι μετριοπαθείς και αυξάνονται σταδιακά. Υστερα από μία δεκαετία χαμηλών επιτοκίων, πολύ χρήμα μετακινήθηκε σε venture capital funds που, λόγω συνωστισμού, αρχίζουν να αναζητούν ευκαιρίες σε περιφερειακές αγορές με επιστημονικό προσωπικό και μη ανεπτυγμένους τεχνολογικούς κλάδους. Εταιρείες μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα έχουν ήδη δείξει ότι η πρόσβαση σε αυτά τα κεφάλαια είναι ανοιχτή, φέρνοντας δεκάδες εκατομμύρια επενδύσεων από το εξωτερικό.

Ισως το σημαντικότερο, αυτές είναι και οι δουλειές που δύσκολα θα αντικατασταθούν με ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη – μια ραγδαία εξέλιξη που θα αλλάξει τον κόσμο μέσα στην επόμενη δεκαετία. Για τον συμβολαιογράφο, τον φαρμακοποιό, τον διανομέα και τον χρηματιστή, η τεχνητή νοημοσύνη είναι υπαρξιακή απειλή. Για τον μηχανικό που σχεδιάζει ποτιστήρια ακριβείας στη Βόρεια Ελλάδα, η τεχνητή νοημοσύνη είναι εργαλείο που πολλαπλασιάζει την παραγωγικότητά του. Στη νέα παγκόσμια οικονομία, βιομηχανία και μεγάλες επιχειρήσεις δεν σημαίνουν πλέον εργατιά και μαζικότητα. Σημαίνουν ποιοτικότερες, ασφαλέστερες δουλειές και ανταγωνιστική οικονομία.

Επειτα από χρόνια ύφεσης, οι πιο εύθραυστες και εφήμερες δραστηριότητες καταρρέουν. Ο,τι επιζεί και αναπτύσσεται μας δείχνει με τι θα μοιάζει το μέλλον μας. Η εικόνα είναι μάλλον αισιόδοξη. Οι άνεργοι των 25-35 ετών σήμερα δεν θα (ξανα)γίνουν διαφημιστές και πωλητές ξένων προϊόντων στην τοπική αγορά. Θα δουλεύουν σε μεσαίου μεγέθους, υψηλής τεχνολογίας βιομηχανικές επιχειρήσεις, που φτιάχνουν προϊόντα χαμηλής μαζικότητας και υψηλής αξίας για διεθνείς αγορές. Θα είναι μηχανικοί, επιστήμονες και στελέχη μεσαίου management σε λειτουργίες παραγωγής και τα προϊόντα τους θα τα εμπορεύονται συνάδελφοί τους στο εξωτερικό. Και αυτό θα είναι μια πολύ καλή εξέλιξη για τον τόπο.

[το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή]

Όταν έρθει η ανάπτυξη, με τι θα μοιάζει;

Το ερώτημα δεν είναι περιπαικτικό αλλά ουσιαστικό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μεγαλώσει μια οικονομία. Aν θέλουμε να ξέρουμε τι είδους ανάπτυξη φαντάζεται η κυβέρνησή μας αρκεί να κοιτάξουμε τι πολιτικές εφαρμόζει σε σχέση με τις επιχειρήσεις.

Έκανα σήμερα το λογαριασμό των νέων μέτρων για τους εργαζόμενούς μας. Είμαστε μία εξαγωγική επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας. Οι άνθρωποί μας είναι πτυχιούχοι και υψηλά αμοιβόμενοι. Οι καθαρές αποδοχές των περισσοτέρων θα μειωθούν από 15% εώς 25%, ποσό που δεν αντισταθμίζεται εύκολα με αυξήσεις – ειδικά όταν τα μισά πάνε στο κράτος. Αυτό υποβαθμίζει την ικανότητά μας να προσελκύσουμε στελέχη υψηλών δεξιοτήτων που απαιτούν μεγάλα εισοδήματα (π.χ. άνω των €50.000) ή την προοπτική να εξελιχθούν μισθολογικά στο μέλλον.

Στο δυτικό κόσμο οι εταιρίες τεχνολογίας δίνουν μάχη για εξειδικευμένο προσωπικό κι εμείς πάμε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Έχουμε χιλιάδες μορφωμένους νέους σε μια χώρα με χαμηλό κόστος ζωής αλλά οι φόροι και εργοδοτικές εισφορές εξαλείπτουν το οποιοδήποτε πλεονέκτημα θα είχαμε απέναντι στην ξένη επιχείρηση. Το κράτος λέει στον επιχειρηματία “εδώ θα έχεις μόνο κατώτερα στελέχη, τις καλές δουλειές να τις φτιάξεις σε άλλη χώρα”. Στον εργαζόμενο λέει “αν έχεις ικανότητες διεθνούς επιπέδου, πήγαινε να βρεις δουλειά αλλού.” Και να μην μεταναστεύσουν, τι κίνητρο μπορεί να έχουν να δουλέψουν σε υγιείς επιχειρήσεις που δεν επιτρέπουν τη φοροδιαφυγή; Πως θα αποταμιεύσουν για να επενδύσουν σε μελλοντικές επιχειρήσεις ή στην επιμόρφωση της επόμενης γενιάς;

Ξέρω, δύσκολα θα συμπονέσει κανείς την “πλουτοκρατία” των 50 και 60 χιλιάδων ευρώ που θα πληρώσουν περισσότερο φόρο. Για να το σκεφτούμε όμως λίγο αυτό. Πόσο λογικό είναι; Ονειρευόμαστε δηλαδή μια οικονομία που ευνοεί μόνο την χαμηλόμισθη και ανειδίκευτη εργασία;

Το 69% των φόρων φυσικών προσώπων το πληρώνουν οι “υψηλόμισθοι” των €42.000 και άνω. Κατά κανόνα είναι μισθωτοί σε ιδιωτικές εταιρίες γιατί σε όλες τις χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρο-επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν περισσότερο, και στην Ελλάδα οι μεγάλες εταιρίες είναι πάρα πολύ λίγες.

Μεγάλες επιχειρήσεις χρειαζόμαστε και για να έχουμε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα που φέρνουν έσοδα από εξαγωγές. Αυτές θα εκπαιδεύσουν στελέχη, θα φέρουν κεφάλαια ξένων επενδυτών, θα χρηματοδοτήσουν έρευνα και θα δημιουργήσουν δουλειές για μία μεσαία τάξη μορφωμένων πολιτών δυτικού κράτους. Δουλειές με μεγαλύτερες αμοιβές και προοπτικές εκπάιδευσης και εξέλιξης.

Για να φτιαχτούν τέτοιες επιχειρήσεις είναι απαραίτητο να μπορούν να προσλάβουν στελέχη υψηλών δεξιοτήτων. Αυτοί θα μας ξελασπώσουν, αυτοί θα παράγουν πλούτο και θα πληρώσουν τις συντάξεις των γονιών μας τις επόμενες δεκαετίες. Αυτοί θα ιδρύσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις του μέλλοντός μας. Γι’αυτούς θα έρθουν πολυεθνικές εταιρίες από το εξωτερικό να στήσουν διοικητικές μονάδες στη χώρα μας.

Η παλαβή εχθρότητα προς τους “υψηλά αμοιβόμενους” εξωθεί στην παραοικονομία ή στην μετανάστευση το πιο πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο της κοινωνίας μας. Δεν ξέρω αν θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αν θέλουμε όμως να μοιάζει με δυτικό τεχνολογικό καπιταλισμό, με μεσαία τάξη που έχει ευρωπαικά πρότυπα διαβίωσης και πολιτικής συνείδησης, αυτό δεν θα γίνει με τις πολιτικές που ακολουθούμε σήμερα.

Ο ρόλος των startups στην Ελλάδα του 2016

Λόγω δουλειάς, το 2015 βρέθηκα να μοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στη Βοστώνη, το Λονδίνο και την Αθήνα. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα που πιάνω τον εαυτό μου να διαβάζει, και να συζητά σε κάθε μία από αυτές τις τρεις παρόμοιες πόλεις του δυτικού κόσμου.

Στην Αμερική το τέλος της βιομηχανικής επανάστασης θεωρείται δεδομένο. Οι μεγαλύτερες εταιρίες της χώρας είναι τεχνολογικές. Ηλεκτρικά αυτοκίνητα κυκλοφορούν ήδη στους δρόμους και το ερώτημα είναι τι θα γίνει σε λίγα χρόνια που τα περισσότερα θα οδηγούνται από software. Η αγορά εργασίας αλλάζει λόγω των υπηρεσιών on-demand και της εργασίας από απόσταση. Υπάρχει μεγάλος δημόσιος και ιδιωτικός διάλογος για την μεταμόρφωση των μέσων ενημέρωσης, τη νομοθεσία για εμπορική λειτουργία drones, την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης για την αγορά εργασίας. Αυτά και άλλα πολλά είναι περίπλοκα θέματα που απασχολούν τους πολιτικούς, τους σχολιαστές και τα μέσα ενημέρωσης γιατί θα καθορίσουν το μέλλον μας.

Στο Λονδίνο πολλοί ανησυχούν αν η Ευρώπη μένει πίσω από την ψηφιακή επανάσταση. Οι τρεις μεγαλύτερες εταιρίες internet της Ευρώπης αξίζουν μόλις $25 δις ενώ στις ΗΠΑ αξίζουν $750 δις και οι αντίστοιχες Κινεζικες $500 δις. Την ίδια στιγμή η βιομηχανική παραγωγή του 20ου αιώνα έχει ήδη αποδημήσει προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι παραγωγικοί πυλώνες της Ευρώπης ανήκουν στην οικονομία του χτες. Δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς αναζητούν τις δομές και τα κίνητρα που θα δημιουργήσουν Ευρωπαϊκές εταιρίες και προϊόντα παρόμοιας εμβέλειας με την Silicon Valley.

Πίσω στην Αθήνα, η επικαιρότητα και ο ιδιωτικός διάλογος κινουνται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από μέτρα, Eurogroup, εισφορές, εκλογές και μικροπολιτικές ανοησίες τοπικού ενδιαφέροντος. Όχι πως δεν υπάρχουν τέτοιες συζητήσεις και αλλού. Αλλά στην Ελλάδα του 2015 φαίνεται να έχουμε ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. H κοινωνία μας έχει μουδιάσει, όχι μόνο οικονομικά αλλά και ψυχολογικά. Η καθημερινότητα και η επικαιρότητά μας έχει μετατραπεί σε ένα deja vu.

Νομίζω το μεγαλύτερο κακό που έφερε η οικονομική κρίση στη χώρα μας είναι ότι μας ματατρέπει σε μία κοινωνία που ξέχασε, και ίσως φοβάται και λίγο, να ασχοληθεί με το μέλλον. Τη στιγμή που άλλοι λαοί ετοιμάζονται για τις δραματικές αλλαγές που φέρνει η τεχνολογική επανάσταση στην κοινωνία τους, εμείς προσπαθούμε – μάταια – να διατηρήσουμε ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που χρεωκόπησε. Από την εκπάιδευση ώς το ασφαλιστικό, αντί να σκεφτόμαστε πως θα προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα που είναι αναπόφευκτη, συζητάμε, μαλώνουμε, διχαζόμαστε και εξαθλιωνόμαστε για να κρατήσουμε το παρελθόν ζωντανό. Για ένα ακόμα μήνα, μία ακόμα δόση. Τίποτα δεν έχει χρονικό ορίζοντα πάνω από λίγους μήνες, τα μάτια μας είναι στραμμένα στο παρελθόν.

Για να το πω πιο απλά, ζούμε στον κόσμο μας. Και δεν είναι ο κόσμος στον οποίο θα πρέπει να ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας σε δέκα χρόνια από τώρα.

Κάποιοι θα πουν είμαστε μια μικρή και φτωχή χώρα, δεν θα φτιάξουμε εμείς Google, Facebook και Tesla. Δεν συμφωνώ με μία τόσο απαισιόδοξη ανάγνωση του μέλλοντος. Η ψηφιακή επάνάσταση είναι τεράστια ευκαιρία για μία μικρή χώρα με μορφωμένους νέους. Δεν χρειάζονται μεγάλες κρατικές επενδύσεις, φυσικοί πόροι, βαριά βιομηχανία και μεγάλες εταιρικές δομές για να φτιάξει κανείς software. Χώρες όπως η Εστονία, (ξέρατε ότι εκέι φτιάχτηκε το Skype;) έκαναν άλματα ανάπτυξης βασισμένες σε μικρές, έξυπνες τεχνολογικές εταιρίες που μεγάλωσαν και έγιναν καθημερινό εργαλείο για την ανθρωπότητα.

Εμείς στη Workable ξεκινήσαμε με δύο φορητούς υπολογιστές, ένα τραπεζι κουζίνας από το ΙΚΕΑ και τις γνώσεις μας. Τρία χρόνια αργότερα, 3.500 επιχειρήσεις στην Αμερική και την Ευρώπη βασίζονται στο προϊόν μας για να βρούν προσωπικό. Μέχρι το τέλος του 2016 θα έχουμε δημιουργήσει 100 θέσεις εργασίας στην Αθήνα. Έτσι ξεκίνησε και το Taxibeat που συμμετέχει στην παγκόσμια μεταμορφωση των αστικών μεταφορών και έχει βελτιώσει τη ζωή όλων μας. Η Transifex που κάνει αυτόματες μεταφράσεις για χιλιάδες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Εκατοντάδες τεχνολογικές startup σαν αυτές δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια. Χιλιάδες συμπολίτες μας δουλεύουν στον ευρύτερο κλάδο. Μόνο το 2015 επενδύθηκαν πάνω από $50εκ. σε Ελληνικές startup, χρήματα που ώς επί το πλέιστον ήρθαν από ξένους επενδυτές.

Θα μας σώσουν μερικές χιλιάδες θέσεις εργασίας όταν η ανεργία μετριέται σε εκατομμύρια; Σίγουρα όχι άμεσα, όμως έχουν έναν σημαντικό ρόλο να παίξουν. Αν περάσετε μια βόλτα από τα γραφεία τους δεν θα ακούσετε συζητήσεις για μέτρα, δόσεις και συντάξεις. Θα ακούσετε για το μέλλον του κόσμου και τι μπορούμε εμείς να φτιάξουμε σήμερα, εδώ, για την οικονομία του αύριο. Αυτό που προσδοκούν δεν είναι κάποια ελεημοσύνη από το Eurogroup αλλά να φτιαχτούν πέντε η δέκα μεγάλα τεχνολογικά προϊόντα παγκοσμίου εμβέλειας στην Ευρώπη, και ίσως ένα από αυτά να είναι Ελληνικό. Οι εργαζόμενοί τους, νέοι και επιστήμονες κατά κανόνα, είναι διατεθειμένοι και μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους Αμερικανους και Ευρωπάιους. Δεν τους χρωστούν τίποτα και κερδίζουν το σεβασμό – και τα χρήματά τους – με το μυαλό, την εργατικότητά και το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς τους.

Οι startups είναι ένα μίκρό κομμάτι τις οικονομίας μας. Είναι όμως αυτό που δεν φοβάται να κοιτάξει το μέλλον και επιμένει να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση σε αυτό για τον τόπο μας. Το 2016 ανυπομονώ να δω τι θα πετύχουν και πόσοι συμπολίτες μας θα επηρεαστούν από την αισοδοξία τους.

[Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή τον Ιανουάριο του 2016]

 

Ανάπτυξη χωρίς μεσαία τάξη;

Όταν έρθει η ανάπτυξη, με τι θα μοιάζει; Το ερώτημα δεν είναι περιπαικτικό αλλά ουσιαστικό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μεγαλώσει μια οικονομία. Aν θέλουμε να ξέρουμε τι είδους ανάπτυξη φαντάζεται η κυβέρνησή μας αρκεί να κοιτάξουμε τι πολιτικές εφαρμόζει σε σχέση με τις επιχειρήσεις.

Έκανα σήμερα το λογαριασμό των νέων μέτρων για τους εργαζόμενούς μας. Είμαστε μία εξαγωγική επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας. Οι άνθρωποί μας είναι πτυχιούχοι και υψηλά αμοιβόμενοι. Οι καθαρές αποδοχές των περισσοτέρων θα μειωθούν από 15% εώς 25%, ποσό που δεν αντισταθμίζεται εύκολα με αυξήσεις – ειδικά όταν τα μισά πάνε στο κράτος. Αυτό υποβαθμίζει την ικανότητά μας να προσελκύσουμε στελέχη υψηλών δεξιοτήτων που απαιτούν μεγάλα εισοδήματα (π.χ. άνω των €50.000) ή την προοπτική να εξελιχθούν μισθολογικά στο μέλλον.

Στο δυτικό κόσμο οι εταιρίες τεχνολογίας δίνουν μάχη για εξειδικευμένο προσωπικό κι εμείς πάμε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Έχουμε χιλιάδες μορφωμένους νέους σε μια χώρα με χαμηλό κόστος ζωής αλλά οι φόροι και εργοδοτικές εισφορές εξαλείπτουν το οποιοδήποτε πλεονέκτημα θα είχαμε απέναντι στην ξένη επιχείρηση. Το κράτος λέει στον επιχειρηματία “εδώ θα έχεις μόνο κατώτερα στελέχη, τις καλές δουλειές να τις φτιάξεις σε άλλη χώρα”. Στον εργαζόμενο λέει “αν έχεις ικανότητες διεθνούς επιπέδου, πήγαινε να βρεις δουλειά αλλού.” Και να μην μεταναστεύσουν, τι κίνητρο μπορεί να έχουν να δουλέψουν σε υγιείς επιχειρήσεις που δεν επιτρέπουν τη φοροδιαφυγή; Πως θα αποταμιεύσουν για να επενδύσουν σε μελλοντικές επιχειρήσεις ή στην επιμόρφωση της επόμενης γενιάς;

Ξέρω, δύσκολα θα συμπονέσει κανείς την “πλουτοκρατία” των 50 και 60 χιλιάδων ευρώ που θα πληρώσουν περισσότερο φόρο. Για να το σκεφτούμε όμως λίγο αυτό. Πόσο λογικό είναι; Ονειρευόμαστε δηλαδή μια οικονομία που ευνοεί μόνο την χαμηλόμισθη και ανειδίκευτη εργασία;

Το 69% των φόρων φυσικών προσώπων το πληρώνουν οι “υψηλόμισθοι” των €42.000 και άνω. Κατά κανόνα είναι μισθωτοί σε ιδιωτικές εταιρίες γιατί σε όλες τις χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρο-επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν περισσότερο, και στην Ελλάδα οι μεγάλες εταιρίες είναι πάρα πολύ λίγες.

Μεγάλες επιχειρήσεις χρειαζόμαστε και για να έχουμε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα που φέρνουν έσοδα από εξαγωγές. Αυτές θα εκπαιδεύσουν στελέχη, θα φέρουν κεφάλαια ξένων επενδυτών, θα χρηματοδοτήσουν έρευνα και θα δημιουργήσουν δουλειές για μία μεσαία τάξη μορφωμένων πολιτών δυτικού κράτους. Δουλειές με μεγαλύτερες αμοιβές και προοπτικές εκπαίδευσης και εξέλιξης.

Για να φτιαχτούν τέτοιες επιχειρήσεις είναι απαραίτητο να μπορούν να προσλάβουν στελέχη υψηλών δεξιοτήτων. Αυτοί θα μας ξελασπώσουν, αυτοί θα παράγουν πλούτο και θα πληρώσουν τις συντάξεις των γονιών μας τις επόμενες δεκαετίες. Αυτοί θα ιδρύσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις του μέλλοντός μας. Γι’αυτούς θα έρθουν πολυεθνικές εταιρίες από το εξωτερικό να στήσουν διοικητικές μονάδες στη χώρα μας.

Η παλαβή εχθρότητα προς τους “υψηλά αμοιβόμενους” εξωθεί στην παραοικονομία ή στην μετανάστευση το πιο πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο της κοινωνίας μας. Δεν ξέρω αν θα έρθει η πολυπόθητη ανάπτυξη. Αν θέλουμε όμως να μοιάζει με δυτικό τεχνολογικό καπιταλισμό, με μεσαία τάξη που έχει ευρωπαικά πρότυπα διαβίωσης και πολιτικής συνείδησης, αυτό δεν θα γίνει με τις πολιτικές που ακολουθούμε σήμερα.

[το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο #fact]